- κατωμοσία
- κατωμοσία, ιων. τ. κατωμοσίη, ἡ (Α) [κατώμοτος]η ένορκη κατηγορία («μετὰ τὴν κατωμοσίην ἐδίωκε ἀνασῴζων ἐκεῑνο τὸ ἔπος», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατωμοσία — κατωμοσίᾱ , κατωμοσία accusation on oath fem nom/voc/acc dual κατωμοσίᾱ , κατωμοσία accusation on oath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμοσίαν — κατωμοσίᾱν , κατωμοσία accusation on oath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμοσίην — κατωμοσία accusation on oath fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)